στάχτη

στάχτη
η
1. ό,τι απομένει από την καύση κάποιου πράγματος, τέφρα. 2. συνηθ. φρ., «Ρίχνω στάχτη στα μάτια», εξαπατώ κάποιον έντεχνα· «Έγιναν όλα στάχτη», καταστράφηκαν εντελώς.
3. αρρώστια των φυτών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στάχτη — και σπάν. τ. στάκτη, η, Ν 1. τέφρα, σποδός, ό,τι απομένει μετά την καύση ενός πράγματος 2. ο μικρομύκητας ερυσίθη 3. η ασθένεια τών αμπελιών που προκαλείται από την ερυσίβη 4. φρ. α) «ρίχνω στάχτη στα μάτια» παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον β) «όλα… …   Dictionary of Greek

  • σποδός — ἡ, ΝΜΑ 1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.) 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου… …   Dictionary of Greek

  • άθητος — η, ο 1. άφαντος «έγινε άθητος», έγινε καπνός, στάχτη 2. χρησιμοποιείται (διαλεκτικώς) και στο παιχνίδι το γνωστό ως «κρυφτό», όπου αυτός που «τά φυλάει», ρωτάει τους παίκτες αν είναι άθητοι, δηλαδή άφαντοι, αν έχουν κρυφτεί, κι αυτοί με τη σειρά… …   Dictionary of Greek

  • ασβόλη — η (AM ἀσβόλη, η Α και ἄσβολος, η, ο) η καπνιά, η μαύρη σκόνη που κάθεται πάνω στους τοίχους από καπνό φωτιάς νεοελλ. η συμφορά, η δυστυχία μσν. το μαύρισμα, το μουτζούρωμα με καπνιά αρχ. η ψιλή σκόνη από τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • χόβολη — η, ΝΜ θερμή τέφρα φωτιάς, ζεστή στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χόβολη, κατά μία άποψη, έχει προέλθει από έναν αμάρτυρο βεν. τ. *fogolo (πρβλ. ιταλ. face «φωτιά», focalaio «εστία»), μέσω ενός τ. *φόγολη. Κατ άλλη άποψη, η λ. έχει προέλθει από έναν τ.… …   Dictionary of Greek

  • Σταχτοπούτα — Ηρωίδα λαϊκού παραμυθιού, προγονή κακιάς μητριάς η οποία τη βασάνιζε με βαριές οικιακές εργασίες. Η Σ., κατά το παραμύθι, συνήθιζε να κάθεται κοντά στο τζάκι, λερωμένη με στάχτες, γεγονός από το οποίο πήρε και το όνομά της. Ο βασιλιάς της χώρας… …   Dictionary of Greek

  • δάπτω — (Α) 1. (για άγρια ζώα) καταβροχθίζω («λύκοι... οἵ τ ἔλαφον κεραὀν μέγαν... δάπτουσιν» λύκοι που καταβροχθίζουν μεγάλο ελάφι) 2. (για φωτιά) κατακαίω, κάνω στάχτη («Ἕκτορα πυρί δαπτέμεν» να κάνει τον Έκτορα η φωτιά στάχτη) 3. (για σκώρους και… …   Dictionary of Greek

  • εκτέφρωσις — ἐκτέφρωσις, η (Α) καύση μέχρι να μετατραπεί κάτι σε στάχτη, μεταβολή σε στάχτη, αποτέφρωση …   Dictionary of Greek

  • εκτεφρώ — ἐκτεφρῶ ( όω) (AM) καίω κάτι εντελώς ώσπου να γίνει στάχτη, μεταβάλλω κάτι σε στάχτη, αποτεφρώνω …   Dictionary of Greek

  • θερμοσποδιά — θερμοσποδιά, ἡ (Α) ζεστή στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + σποδιά < σποδός «στάχτη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”